καταχορηγώ

καταχορηγώ
καταχορηγῶ, -έω (Α)
1. ξοδεύω ως χορηγός για την προετοιμασία τού χορού τής τραγωδίας
2. δαπανώ άφθονα, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χορηγῶ «παρέχω τα οικονομικά μέσα για την προετοιμασία χορού, ξοδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”